φασιστικός

φασιστικός
faşist, faşistçe

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φασιστικός — ή, ό, Ν [φασίστας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα 2. (κατ επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός …   Dictionary of Greek

  • φασιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φασισμό ή το φασίστα (βλ. λ.): Φασιστικές οργανώσεις. 2. απολυταρχικός, δικτατορικός, δεσποτικός, που επιβάλλεται με τη βία: Η φασιστική διακυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασιστοειδής — ές, Ν 1. φασιστικός 2. αυτός που αποκλίνει προς τον φασισμό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φασιστοειδή οι φασίστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασίστας + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • χιτλερικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον Χίτλερ ή συνδέεται με το όνομα, με το ποιόν και με την πολιτική τού Χίτλερ, ναζιστικός, φασιστικός (α. «χιτλερική ιδεολογία» β. «χιτλερική νεολαία» γ. «χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης») 2. το αρσ. και θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • ναζιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναζισμό, φασιστικός: Ναζιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”